Η καρωτιδική στένωση είναι η νόσος που χαρακτηρίζεται από την δημιουργία αθηρωματικής πλάκας στον καρωτιδικό διχασμό που έχει σαν συνέπεια την στένωση των αγγείων. Σπάνια η στένωση μπορεί να μην οφείλεται σε αθηρωματική βλάβη, αλλά σε άλλα αίτια (π.χ. ινομυϊκή δυσπλασία).
Όταν η πλάκα προκαλεί μεγάλη στένωση αυξάνει η πιθανότητα να σχηματισθεί θρόμβος αίματος ή να ραγεί η αθηρωματική πλάκα με αποτέλεσμα να αποσπασθούν τμήματα του θρόμβου ή της πλάκας που λέγονται έμβολα και στη συνέχεια να αποφράξουν αρτηρίες του εγκεφάλου και να προκαλέσουν ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο.
Οι προδιαθεσικοί παράγοντες είναι κοινοί με όλα τα νοσήματα που σχετίζονται με την αθηρωματική νόσο, όπως η στεφανιαία νόσος, η περιφερική αρτηριοπάθεια και είναι:
-Ηλικία
-Κάπνισμα
-Δυσλιπιδαιμία (αυξημένη χοληστερίνη, τριγλυκερίδια)
-Σακχαρώδης διαβήτης
-Υπέρταση
-Παχυσαρκία-μειωμένη φυσική δραστηριότητα
Είναι πολύ σημαντικό όλοι οι ασθενείς που έχουν αυτούς του προδιαθεσικούς παράγοντες να προσπαθούν για την αποκατάστασή τους με κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή και με τροποποίηση του τρόπου ζωής τους (π.χ. δίαιτα, άσκηση κλπ.) ώστε να προλαμβάνεται η εξέλιξη της νόσου.
Δυστυχώς σε μεγάλο αριθμό των ασθενών η πρώτη εκδήλωση μπορεί να είναι εγκεφαλικό επεισόδιο (μικρής ή μεγάλης βαρύτητας).
Σε αρκετούς όμως ασθενείς η πρώτη εκδήλωση – σύμπτωμα μπορεί να είναι ένα παροδικό ισχαιμικό επεισόδιο (δηλαδή απώλεια της συνείδησης ή της όρασης από το ένα μάτι, διαταραχές της ομιλίας, μούδιασμα του ενός χεριού/ποδιού με διάρκεια από λεπτά έως και ώρες).
Στους ασυμπτωματικούς ασθενείς η ακρόαση ενός φυσήματος στον τράχηλο από το γιατρό τους μπορεί να οδηγήσει στην διάγνωση της νόσου πριν να γίνει συμπτωματική (παροδικό ή μόνιμο εγκεφαλικό επεισόδιο).
Η έγκαιρη πρώιμη διάγνωση της νόσου είναι πολύ σημαντική για την καλή έκβαση των ασθενών και στα δύο στάδια της νόσου.
Η εξέταση με έγχρωμο υπερηχογράφημα (Triplex) είναι αξιόπιστη και παράλληλα απλή και οικονομική μέθοδος για την διάγνωση και στη συνέχεια την παρακολούθηση της νόσου όλων των ασθενών (ασυμπτωματικών και συμπτωματικών).
Η αγγειογραφία (κλασσική, μαγνητική ή με αξονικό τομογράφο) χρειάζεται ΜΟΝΟ για τον σχεδιασμό της επεμβατικής αντιμετώπισης όταν αυτή ενδείκνυται και ΟΧΙ για την διάγνωση και παρακολούθηση της νόσου.
Μελέτες έχουν δείξει ότι η πιθανότητα εγκεφαλικού επεισοδίου αυξάνει όταν η στένωση της καρωτίδας είναι μεγαλύτερη από το 70% (με κριτήριο την ταχύτητα ροής του αίματος στο Triplex είτε με ειδικές μετρήσεις στην περίπτωση της αγγειογραφίας).
Σύμφωνα λοιπόν με τις μελέτες και τις κατευθυντήριες οδηγίες των Ευρωπαϊκών και Αμερικανικών Επιστημονικών Εταιρειών, όλοι οι ασθενείς με καρωτιδική στένωση από 70% καθώς και οι συμπτωματικοί ασθενείς με στένωση μεγαλύτερη από 50% πρέπει να αντιμετωπίζονται με επέμβαση (ενδαρτηρεκτομή ή αγγειοπλαστική).
Όλοι όμως οι ασθενείς με στένωση μεγαλύτερη από 30% πρέπει να παίρνουν κατάλληλη φαρμακευτική και υγιεινοδιαιτητική αγωγή:
-διακοπή καπνίσματος
-δίαιτα χαμηλή σε λιπαρά
-σωματική άσκηση
-ρύθμιση αρτηριακής πίεσης και σακχάρου
Δύο είναι οι κύριοι φαρμακευτικοί παράγοντες:
Αντιαιμοπεταλικά (ασπιρίνη 100mg/ημ. ή κλοπιδογρέλλη 75mg/ημ.)
Στατίνες που παράλληλα με την ρύθμιση των λιπιδίων φαίνεται σύμφωνα με μελέτες ότι επιτυγχάνουν σταθεροποίηση της αθηρωματικής πλάκας και μειώνουν την πιθανότητα καρδιαγγειακού θανάτου του ασθενούς.
1. Ενδαρτηεκτομή της καρωτίδας.
2. Αγγειοπλαστική της καρωτίδας.
Πρόκειται για επέμβαση που γίνεται συνήθως με γενική αναισθησία, με μικρή τομή στον τράχηλο. Παρασκευάζεται η καρωτίδα, διανοίγεται, αφαιρείται η αθηρωματική πλάκα και στην συνέχεια συγκλείεται είτε άμεσα, είτε με χρησιμοποίηση ενός εμβαλώματος (patch).
Η διάρκεια της είναι συνήθως 1-2 ώρες και η πιθανότητα σοβαρών επιπλοκών (εγκεφαλικό, έμφραγμα μυοκαρδίου) είναι μικρότερη από 3% . Λιγότερο σοβαρή και συνήθως παροδική επιπλοκή είναι η βλάβη νεύρων της περιοχής.
Πρόκειται για επέμβαση που γίνεται συνήθως με τοπική αναισθησία, με παρακέντηση της μηριαίας ή με πολύ μικρή τομή στη βάση του τραχήλου.
Η αθηρωματική πλάκα ανακατανέμεται στο αγγειακό τοίχωμα συνήθως με την χρησιμοποίηση ενός stent και μιας συσκευής εγκεφαλικής προστασίας. Η διάρκειά της είναι συνήθως μια ώρα και η πιθανότητα σοβαρών επιπλοκών (εγκεφαλικό, έμφραγμα μυοκαρδίου) είναι από 3% έως 5%.
Και οι δύο μέθοδοι έχουν ενδείξεις και αντενδείξεις που εξατομικεύονται για κάθε ασθενή. Ο Αγγειοχειρουργός είναι ο μόνος γιατρός που είναι εκπαιδευμένος και μπορεί να αντιμετωπίσει τη νόσο και με τις δύο τεχνικές.
Κατά συνέπεια, είναι αυτός που θα ενημερώσει τον ασθενή για το ποια μέθοδος είναι καταλληλότερη για την περίπτωσή του.
Επειδή η νόσος μπορεί να εμφανισθεί και σε άλλα αγγεία (π.χ. καρωτίδα άλλης πλευράς, αρτηρίες κάτω άκρων) ή να εμφανισθεί με μικρή αλλά υπαρκτή πιθανότητα επαναστένωση της καρωτίδας που υποβλήθηκε σε επέμβαση, είναι πολύ σημαντικό ο ασθενής να ακολουθεί τις οδηγίες της φαρμακευτικής και υγιεινοδιαιτιτικής αγωγής καθώς και να παρακολουθείται συχνά από τον γιατρό του.
Σύμφωνα με το παγκόσμιο οργανισμό υγείας και σε συνεργασία με επιφανής ιατρούς η θεραπεία σας γίνεται υπόθεση όλων μας.